- παράνυμφος
- ο , η1) посажёный отец, посажёная мать; 2) уст. шафер; дружка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παράνυμφος — bridegroom s friend masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνυμφος — ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία τού γάμου, ο κουμπάρος νεοελλ. το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή τού γάμου μσν. αρχ. φίλος τού γαμπρού ο οποίος τόν συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το … Dictionary of Greek
Паранимфос — • Παράνυμφος, см. Matrimonium, Брак, 4 … Реальный словарь классических древностей
παρανύμφους — παράνυμφος bridegroom s friend masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανύμφων — παράνυμφος bridegroom s friend masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνυμφοι — παράνυμφος bridegroom s friend masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνυμφον — παράνυμφος bridegroom s friend masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανυμφεύω — Α [παράνυμφος] είμαι παράνυμφος … Dictionary of Greek
παρανύμφιος — ὁ, ΜΑ [παράνυμφος] παράνυμφος … Dictionary of Greek
БРАК — • Matrimonium. I. У греков (γάμος). 1. Цель Б. у греков была иметь законное потомство и удовлетворить таким образом тройной обязанности: относительно богов, которым должны были быть оставлены слуги (Plat. legg. 6, p. 773, Ε),… … Реальный словарь классических древностей
paraninfo — (Del gr. paranymphos, padrino de bodas.) ► sustantivo masculino 1 ENSEÑANZA Salón de actos académicos en algunas universidades y otros centros docentes: ■ el discurso de inicio del curso tendrá lugar en el paraninfo. 2 ENSEÑANZA Persona que… … Enciclopedia Universal